- Δημοκρίτειοι
- Δημοκρίτειοιfollowers of Democritusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δημοκριτείοις — Δημοκρίτειοι followers of Democritus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοκριτείους — Δημοκρίτειοι followers of Democritus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημοκριτείων — Δημοκρίτειοι followers of Democritus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκρίτειος — α, ο (AM δημοκρίτειος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Δημόκριτο 2. οι Δημοκρίτειοι οι οπαδοί τού Δημοκρίτου … Dictionary of Greek